ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
[Seite 297] (s. βαστάζω), wegtragen.
ἀποβαστάζω: μέλλ. -άσω, ἀποκομίζω, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1, σ. 375C.
cargar con, llevarse τὰ ἔνδον κείμενα Apoph.Patr.M.65.172B.