ἀποκεκινδυνευμένως

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

English (LSJ)

Adv. venturously, Them.Or.8.107c.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. de ἀποκινδυνεύω temerariamente Them.Or.8.107c.

German (Pape)

[Seite 306] gewagt, Themist. 8 p. 107.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκεκινδυνευμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., μετὰ κινδύνου, Θεμίστ. 107C.