ἀποκυρτόομαι
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
English (LSJ)
rise to a convex shape, v.l. for ἀποκορυφόομαι, Hp. Prog.7.
Spanish (DGE)
medic. abultarse, hincharse διαπυήματα ... εἰς ὀξὺ ἀποκυρτούμενα abscesos que se hacen puntiagudos l. de Gal. a Hp.Prog.7 (var.), Gal.18(2).102, 103.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκυρτόομαι: παθ., πρήσκομαι εἰς κυρτὸν σχῆμα, ὡς τὸ ἀποκορυφοῦμαι, ἐς ὀξὺ ἀποκυρτούμενα διαπυήματα Ἱππ. Προγν. 39.