ἀπολογητέον
From LSJ
English (LSJ)
one must make one's defence, Antipho 4.4.1; one must defend, Pl.Ap.19a: also in plural, -ητέα Philostr.VA8.7; ἐκεῖνα -ητέα ἦν ὅτι.. D.H.6.44.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολογητέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀπολογηθῇ, Ἀντιφῶν 128. 12, Πλάτ. Ἀπολ. 18E, 19A.
Greek Monotonic
ἀπολογητέον: ρημ. επίθ. του ἀπολογέομαι, αυτό που πρέπει κάποιος να απολογηθεί, σε Πλάτ.