ἀπορρυΐσκω
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
English (LSJ)
run off, of whey in making cheese, Eust.1625. 65.
Spanish (DGE)
escurrirse el suero del queso, Eust.1625.65.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορρυΐσκω: ἀπορρέω, ἐπὶ τοῦ ὀρροῦ τοῦ ἐκρέοντος ἐκ τοῦ μεταβληθέντος εἰς τυρόν γάλακτος: «δηλοῖ τοῦ γάλακτος ῥοῶδες τὸ μὴ πηγνύμενον εἰς τυρὸν, ἀλλ’ ἀπορρυϊσκόμενον» Εὐστ. 1625. 65.