ἀπροσέγγιστος
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
English (LSJ)
ἀπροσέγγιστον, gloss on ἀπρόσιτος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 339] dem man sich nicht nähern darf, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσέγγιστος: -ον, ἀπροσπέλαστος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀπροσέγγιστος, -ον)
απλησίαστος, απροσπέλαστος.