ἀπρόσπληστος
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
= ἀπροσπέλαστος (unapproachable), Hsch.
Spanish (DGE)
-ον inaccesible Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσπληστος: -ον, ὁ ἀπροσπέλαστος, ἀπροσέγγιστος, «ἀπροσπλήστῳ· ᾧ οὐκ ἄν τις πρσπελάσειεν» Ἡσύχ.