ἀρακίς
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, and ἀρακίσκος, ὁ, Dims. of ἄρακος, Gal.19.85.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ grano de algarroba o arveja Gal.19.85.
German (Pape)
[Seite 343] ίδος, ἡ, 1) äol. = φιάλη, Ath. XI, 502 b. – 2) αἱ ἀρακίδες, = folgd.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρακίς: -ίδος, ἡ, καὶ ἀρακίσκος, ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἄρακος, Γαλην. Λεξ. σ. 442.