ἀριστεῖος

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστεῖος Medium diacritics: ἀριστεῖος Low diacritics: αριστείος Capitals: ΑΡΙΣΤΕΙΟΣ
Transliteration A: aristeîos Transliteration B: aristeios Transliteration C: aristeios Beta Code: a)ristei=os

English (LSJ)

[ᾰ], ον, Adj. belonging to the bravest, bestowed as the prize of valour, στέφανοι, τιμαί, D.H.6.94, 9.13; γέρας Plu.Thes.26; Ἡρακλεῖ ποιήσειν θυσίαν ἀριστεῖον Id.Pyrrh.22.

Spanish (DGE)

-ον
1 que se da como premio al valor στέφανοι D.H.6.94, τιμαί D.H.9.13, γέρας Plu.Thes.26, v. ἀριστεῖον.
2 excelente ἀριστῆον ... πόσιν MAMA 1.234.11 (Laodicea Combusta).

Greek Monolingual

ἀριστεῖος, -ον (Α) αριστεύω
αυτός που ανήκει στον γενναιότατο, αυτός που απονεμήθηκε σαν βραβείο γενναιότητας.