ἀριφανής

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

German (Pape)

[Seite 353] ὕπατος, illustrissimus, Christod. 2 (VII, 698 steht ἀειφανής).

Greek (Liddell-Scott)

ἀριφανής: -ές, περιφανής, λίαν πεφημισμένος, ἐσφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ἀειφανής ἐν Ἀνθ. Π. 7. 698.

Russian (Dvoretsky)

ἀριφᾰνής: достославный (Anth. - v. l. к ἀειφανής).