ἀρκτόμορφος
From LSJ
English (LSJ)
ἀρκτόμορφον, bear-like, Tz.ad Lyc.481.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀρκόμορφος Io.Mal.Chron.M.97.231B
de forma de oso (Κίρκη) ποιοῦσα ... ἑτέρους ... ἀρκομόρφους Io.Mal.l.c., cf. Tz.ad Lyc.481.
Greek Monolingual
ἀρκτόμορφος, -ον (Μ)
αυτός που έχει τη μορφή άρκτου.