ἀρμένος
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
English (LSJ)
v. ἀείρω III.1.
Greek Monolingual
ἄρμενος, -η, -ον (Α) [(μτχ. αορ. του) αραρίσκω]
1. ο κατάλληλος για κάτι
2. καλά, στερεά προσαρμοσμένος
3. έτοιμος
4. αρεστός, ευχάριστος.