ἀρμένος

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρμένος Medium diacritics: ἀρμένος Low diacritics: αρμένος Capitals: ΑΡΜΕΝΟΣ
Transliteration A: arménos Transliteration B: armenos Transliteration C: armenos Beta Code: a)rme/nos

English (LSJ)

v. ἀείρω III.1.

Greek Monolingual

ἄρμενος, -η, -ον (Α) [(μτχ. αορ. του) αραρίσκω]
1. ο κατάλληλος για κάτι
2. καλά, στερεά προσαρμοσμένος
3. έτοιμος
4. αρεστός, ευχάριστος.