ἀρχέλας

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source

Russian (Dvoretsky)

ἀρχέλᾱς: ὁ стяж. = ἀρχέλᾱος.

German (Pape)

[λᾱ], att. = ἀρχέλαος.