ἀρχέλαος
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
English (LSJ)
ἀρχέλαον, leading the people, chief, A.Pers.297 (in Ion. form ἀρχελείων for ἀρχεληῶν); contr. ἀρχέλας Ar.Eq.164.
Spanish (DGE)
(ἀρχέλᾱος) -ου, ὁ
• Alolema(s): contr. ἀρχέλᾱς Ar.Eq.164, Hsch.
guía del pueblo, soberano A.Pers.297, Ar.l.c., ἀρχέλας· τὸν ἐπιστάτην τοῦ Λυκείου παρὰ τὴν ἀρχὴν οὕτως ὠνόμασεν. ἔνιοι δὲ τὸν ἄρχοντα τοῦ λαοῦ θέλουσιν ἀκούειν Hsch.
German (Pape)
[Seite 365] att. ἀρχέλεως, auch ἀρχέλας, Ar. Equ. 164, volkbeherrschend, der Erste im Volk, Aesch. Pers. 289, wo vor Blomfield ἀρχέλειος f. L. war; vgl. Her. 5, 68 u. N. pr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui commande au peuple, chef du peuple.
Étymologie: ἄρχω, λαός.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχέλᾱος: стяж. ἀρχέλᾱς ὁ вождь народа Aesch., Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχέλᾱος: -ον, ἡγεμὼν λαῶν, ἀρχηγός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 297· συνῃρ. ἀρχέλᾱς Ἀριστοφ. Ἱππ. 164. 2) συχν. ὡς κύρ. ὄνομα, ὡσαύτ. ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ Ἀρχέλεως, ω, Σοφ. παρ’ Ἡφαιστ. σ. 8, 11.
Greek Monolingual
ἀρχέλαος, -ον (Α)
ο αρχηγός ή ο ηγεμόνας λαών.
Greek Monotonic
ἀρχέλᾱος: -ον, αυτός που οδηγεί το πλήθος, ηγέτης, αρχηγός, σε Αισχύλ.· συνηρ. ἀρχέλᾱς, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
leading the people, a chief, Aesch.