ἀσυναρτησία

From LSJ

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυναρτησία: ἡ, τὸ ἀσυνάρτητον, πολλή σου ἡ ἀσυναρτησία τῶν λόγων Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 661C.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
inconsistencia, incoherencia Epiph.Const.Haer.66.48.