ἀσυντόνως

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
sans énergie, mollement;
Sp. ἀσυντονώτατα.
Étymologie: , σύντονος.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυντόνως: вяло, медленно (ἀσυντονώτατα πρός τι ἔχειν Xen.).