ἀσωφρόνιστος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 382] nicht zur Besonnenheit, zur Vernunft gebracht; akt., nicht bessernd, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσωφρόνιστος: -ον, μετ’ ἐνεργ. σημασ., ὁ μὴ σωφρονίζων τινά, ὁμοίως γὰρ ἐστι κακὸν καὶ ἄνεσις ἀσωφρόνιστος καὶ κατάγνωσις ἀσυγχώρητος, μνημονεύεται ἐκ Γρηγ. Ναζ. ― Μετὰ παθ. σημ. ἀδιόρθωτος, Θεοδ. Προδρ. Ἐπιγράμμ. σ. 36. ― Ἐπίρρ. -τως Οἰκουμέν. σ. 197.
Spanish (DGE)
-ον no castigado τὸ κακόν Bas.Sel.Or.M.85.588C.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσωφρόνιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να σωφρονιστεί.