ἀφέηκα

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

French (Bailly abrégé)

ao. épq. de ἀφίημι.

Greek Monotonic

ἀφέηκα: Επικ. αντί ἀφ-ῆκα, αόρ. αʹ του ἀφ-ίημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀφέηκα: (= ἀφῆκα) эп. aor. 1 к ἀφίημι.