ἀφράσμων
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
also ἀφράδμων, ον, gen. ονος, = ἀφραδής, c. inf., ἀφράδμονες προγνώμεναι without sense to foresee, h.Cer.256; γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος A.Ag.1401, cf. S.Fr.613. Adv. ἀφρασμόνως A.Pers.417.—Only poet.
Spanish (DGE)
v. ἀφράδμων.
German (Pape)
[Seite 414] ον, = ἀφράδμων, Aesch. Ag. 1374. – Adv. -μόνως, Aesch. Ag. 281.
Russian (Dvoretsky)
ἀφράσμων: 2, gen. ονος Aesch., Soph. = ἀφραδής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφράσμων: ἴδε ἀφράδμων.
Greek Monotonic
ἀφράσμων: -ον, Αττ. αντί ἀφράδμων, σε Αισχύλ.· επίρρ. -όνως, στον ίδ.