ἀφρονεύομαι
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
= ἀφρονέω, LXX Je.10.21, Sm.Jb.1.22.
Spanish (DGE)
volverse insensato, embrutecerse οἱ ποιμένες LXX Ie.10.21, πρὸς τὸν θεόν Sm.Ib.1.22, cf. Porph.Paral.p.238.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφρονεύομαι: ἀποθ., = ἀφρονέω, Σύμμ. Παλ. Διαθ. (Ἰώβ, α΄, 22), Βυζ.