ἀφρονέω
ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης → to give light to them that sit in darkness and in the shadow of death to guide our feet into the way of peace | to shine on those who live in darkness and the shadow of death, to guide our feet into the way of peace
English (LSJ)
(ἄφρων)
A to be silly, act foolishly, Il.15.104, AP10.66 (Agath.); τὸ ἀφρονεῖν Ceb. 41.
2 trans., make foolish or vain, f.l. in Aq.2 Ki.15.31.
Spanish (DGE)
1 perder la cabeza, obrar insensatamente Ζηνὶ μενεαίνομεν ἀφρονεύοντες Il.15.104, οὐ μὴ ἀφρονήσεθ' ... E.El.383, ἀφρονέων δὲ τέρψιν ... οὐ δεδάηκε τύχης AP 10.66 (Agath.), σὺ δ' ἀφρονέων ἐνὶ θυμῷ Q.S.3.112.
2 medic. delirar ἀφρονέει (cód.) τε καὶ πυρετὸς ἴσχει Hp.Morb.2.54.
German (Pape)
[Seite 415] unvernünftig, thöricht sein, Hom. im partic praes. Il. 15, 104; Hippocr. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ἀφρονῶ :
seul. part. prés.
être insensé.
Étymologie: ἄφρων.
Russian (Dvoretsky)
ἀφρονέω: поступать безрассудно, безумствовать Hom., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφρονέω: μέλλ. -ήσω, (ἄφρων) εἶμαι ἄφρων, μωραίνω, Ἰλ. Ο. 104, Ἱππ. 370, Ἀνθ. Π. 10. 66, μόνον κατὰ μετοχ. ἐνεστ. 2) μεταβατ., ματαιῶ, καθιστῶ μάταιον, Ἀκύλας Παλ. Διαθ.
English (Autenrieth)
be foolish, part., Il. 15.104†.
Greek Monotonic
ἀφρονέω: μέλ. -ήσω (ἄφρων), είμαι ανόητος, ενεργώ απερίσκεπτα, μόνο σε μτχ., σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.