μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
Full diacritics: ἄμβᾱσε | Medium diacritics: ἄμβασε | Low diacritics: άμβασε | Capitals: ΑΜΒΑΣΕ |
Transliteration A: ámbase | Transliteration B: ambase | Transliteration C: amvase | Beta Code: a)/mbase |
Dor. for ἀνέβησε: ἄμβασις, ἀμβάτης, ἄμβατος, poet. for ἀναβ-: ἀμβᾶτε, Dor. for ἀναβῆτε.
ἄμβᾱσε: Δωρ. ἀντὶ ἀνέβησε.
ἄμβᾱσε: Δωρ. αντί ἀνέβησε, γʹ ενικ. αόρ. αʹ του ἀναβαίνω.