ἄνταρσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, = ἀνταρσία (insurrection), Sm. 4Ki. 11.14.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
sublevación Sm.Is.8.12, τὴν ... κατὰ τοῦ θεοῦ ἄ. Alex.Lyc.Man.5, cf. Gr.Nyss.M.45.173B.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνταρσις: -εως, ἡ, ἐξέγερσις, ἐπανάστασις, Σύμμ. Π. Δ. Βυζ.: ὡσαύτως, ἀνταρσία, ἡ, Βυζ.: - ἀντάρτης, ου, ἐπαναστάτης, Ἰω, Χρυσ., καὶ ἐπίθ., ἀνταρτικός, ή, όν, Βυζ.

Greek Monolingual

ἄνταρσις, η (Α) ανταίρω
ανταρσία, εξέγερση.