ἀνταρσία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, insurrection, Lyd.Ost.33, Cat.Cod.Astr.7.171.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
sublevación Lyd.Ost.33, Cat.Cod.Astr.7.171, SB 7240.13, Gel.Cyz.HE proem.9.
Greek Monolingual
η (Μ ἀνταρσία) ανταίρω
ανυποταξία, στάση
νεοελλ.
ανυπακοή, απειθαρχία.