Ἀκαδημιακός
From LSJ
English (LSJ)
v. sub Ἀκαδήμεια.
Spanish (DGE)
v. Ἀκαδημαϊκός.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀκαδημιακός: -ή, -όν, = Ἀκαδημαϊκός, Πλουτ. 2.102D.
Russian (Dvoretsky)
Ἀκᾰδημιᾰκός: Plut. = Ἀκαδημαϊκός.
Full diacritics: Ἀκαδημιακός | Medium diacritics: Ἀκαδημιακός | Low diacritics: Ακαδημιακός | Capitals: ΑΚΑΔΗΜΙΑΚΟΣ |
Transliteration A: Akadēmiakós | Transliteration B: Akadēmiakos | Transliteration C: Akadimiakos | Beta Code: *)akadhmiako/s |
v. sub Ἀκαδήμεια.
v. Ἀκαδημαϊκός.
Ἀκαδημιακός: -ή, -όν, = Ἀκαδημαϊκός, Πλουτ. 2.102D.
Ἀκᾰδημιᾰκός: Plut. = Ἀκαδημαϊκός.