Ἀκαρνανικός
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d'Acarnanie, acarnanien.
Étymologie: Ἀκαρνανία.
Spanish (DGE)
-ή, -όν acarnanio ét. de Acarnania πεδίον Th.2.102.
Russian (Dvoretsky)
Ἀκαρνᾱνικός: акарнанский Thuc.