Ἀλεῖος

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

English (Slater)

Ἀλεῑος of Elis κάρυκες ὡρᾶν ἀνέγνον, σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι at the Olympic festival (I. 2.24)

Spanish (DGE)

v. 1 Ἠλεῖος.