Ἀμμωνιάς
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
-άδος, v. sub Ἄμμων.
Spanish (DGE)
-άδος
1 de Amón (ἕδραι) sede de Amón e.d. Libia, E.Alc.116.
2 subst. ἡ Ἀ. la Amoníada n. de una trirreme del Estado ateniense, Arist.Fr.443; cf. Ἀμμωνίς.
Russian (Dvoretsky)
Ἀμμωνιάς: άδος и Ἀμμωνίς, ίδος adj. f аммонова: Ἀ. ἕδρα и Ἀμμωνίδες ἕδραι Eur. = Λιβύη.