ἐγγάμιος
From LSJ
English (LSJ)
ἐγγάμιον, nuptial, PSI2.220 (iii A. D.).
Spanish (DGE)
-ον
nupcial, matrimonial s. cont., dud. en PSI 220.17 (III d.C.).
German (Pape)
[Seite 700] in der Ehe, ehelich, Procl. H. Ven. 4, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγάμιος: -ον, (γάμος) ὁ εἰς τὸν γάμον ἀνήκων, Πρόκλ. Ὕμν. 4. 9.
Greek Monolingual
ἐγγάμιος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γάμο.