ἐγκυλίω
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
German (Pape)
[Seite 711] (s. κυλίω), darin wälzen; πολλοῖς ἑαυτὸν πράγμασιν ἐγκυλῖσαι Pherecrat. bei Stob. flor. 116, 12. – Sonst im pass. = sich darin herumwälzen, Theophr.; oft übertr., wie versari, εἰς πολιτικὰς πράξεις ἐγκυλισθείς, in die Staatshändel verwickelt, Dion. Hal. 11, 36; – med. ἐγκυλίσασθαι, Luc. Hipp. 6.
French (Bailly abrégé)
f. ἐγκυλίσω;
rouler dans ; fig. impliquer dans;
Moy. ἐγκυλίομαι se rouler dans, se lancer dans.
Étymologie: ἐν, κυλίω.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἐνκ-
• Prosodia: [-ῑ-]
• Morfología: [aor. part. pas. ἐγκυλισθείς X.Mem.1.2.22, D.H.11.36, S.E.M.1.108; perf. med. ἐγκεκύλισται Basil.M.29.236A]
I tr.
1 envolver ἐς εἴριον πινῶδες ἐγκυλίων los ingredientes de una receta, Hp.Mul.1.75
•hacer girar ἐγκυλίειν αὐτό (κύλινδρον) Arist.Pr.914a22.
2 fig. envolver, enredar, liar de pers. πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν Pherecr.156.2, cf. Vett.Val.112.26.
II intr. en v. med.-pas.
1 revolcarse διὰ τοὺς πέρδικας ἐγκυλίεσθαι καὶ ὀρύττειν (se llama así a esa hierba) porque las perdices se revuelcan (en ella) y escarban Thphr.HP 1.6.11.
2 dar vueltas al caer, caer rodando εἰς τὸ βαθὺ τῆς λίμνης ἐγκυλισθέντες Ach.Tat.4.14.5
•dar vueltas, pasear οἶκος ... ἐγκυλίσασθαι ὠφελιμώτατος una habitación muy adecuada para pasear Luc.Hipp.6, cf. Hsch.s.u. ἐγκαλινδούμενος
•fig. ὡς μηδὲν ἐ[μ] οὶ ἐνκυλεί[ε] σθαι ὀφειλόμενον para que ninguna deuda se me venga encima rodando, PTurner 34.11 (III d.C.).
3 fig. enredarse, quedar atrapado εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθέντες envueltos en amoríos X.l.c., εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις ἐγκυλισθείς D.H.l.c., εἰς τὴν αὐτὴν ἐγκυλισθέντες ἀπορίαν S.E.l.c., c. dat. μέθαις ἐγκυλιόμενοι Clem.Al.Strom.7.4.25, ἡ ψυχὴ οἷον ἐν βορβόρῳ τοῖς πάθεσι τῆς σαρκὸς ἐγκεκύλισται Basil.l.c., tb. c. ἐν y dat. ἐν τοσούτοις ... ἐγκεκυλῖσθαι κακοῖς Porph.Chr.26, ἐν πολλοῖς πράγμασι ... ἐγκυλιόμενοι Cat.Cod.Astr.7.208.8.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκυλίω:
1 (в чем-л.) катать (τὸν κύλινδρον Arst.);
2 med.-pass. кататься, валяться (οἶκος ἐγκυλίσασθαι ὠφελιμώτατος Luc.); перен. утопать, без удержу предаваться (οἱ εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθέντες Xen. - v. l. ἐκκυλισθέντες).