ἐγϝηληθίωντι

English (LSJ)

v. ἐξειλέω. ἐγήγαρτος· ἐπίχαρτος, ἐπιχαρής, Hsch. (leg. ἔγχαρτος). ἐγήρα, v. γηράσκω.

Spanish (DGE)

v. ἐξειλέω.