ἐκκεράννυμι
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
pour out and mix, Ath.2.38a codd. (εἰς- Kaibel).
German (Pape)
[Seite 762] (s. κεράννυμι), ausgießen u. mischen, οἶνον ἐξεκεράννυον Ath. II, 38 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκεράννῡμι: καὶ ἐκκεραννύω, ἀναμιγνύω οἶνον μετὰ ὕδατος, εἰς οὕς τὸν οἶνον ἐξεκεράννυον Ἀθήν. 38Α.
Greek Monolingual
ἐκκεράννυμι και ἐκκεραννύω (Α)
χύνω και ανακατώνω.