ἐκπίκρωσις
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
English (LSJ)
εως, ἡ, making bitter, Gal. 12.558.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
amargor, gusto amargo c. gen. τοῦ στόματος Gal.12.558.
German (Pape)
[Seite 773] ἡ, das Bittermachen, Galen.
Greek Monolingual
ἐκπίκρωσις, η (Α)
αίσθηση έντονης πικρότητας.