ἐκπεριπορεύομαι
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
A make a detour, 'fetch a compass', of a boundary, LXX Jo.15.3.
II march round, Ael.Tact.34.4.
Spanish (DGE)
1 milit., abs. avanzar tras hacer contramarcha τῶν γὰρ ἀπὸ τοῦ οὐραγοῦ εἰς τὸν ὀπίσω τοῦ λοχαγοῦ τόπον ἐκπεριπορευομένων Ael.Tact.34.4.
2 c. ac. rodear ἐκπεριπορεύεται Σεννα dicho de una frontera, LXX Io.15.3.
German (Pape)
[Seite 772] ganz umreisen, LXX.
Greek Monolingual
ἐκπεριπορεύομαι (Α)
1. περιφέρομαι, βαδίζω κυκλικά
2. (για όρια) περιβάλλω κάνοντας ελιγμούς για να αποφύγω τα εμπόδια.