ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
[Seite 776] gänzlich verschlechtern, Synes. ep. 114.
ἐκπονηρεύω: διαφθείρω, Συνεσ. Ἐπιστ. 114.
alterar, corromper τὸ αἷμα Synes.Ep.114.
ἐκπονηρεύω (Α)
1. καθιστώ πονηρό κάποιον
2. διαφθείρω.