ἐκπονηρεύω

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source

German (Pape)

[Seite 776] gänzlich verschlechtern, Synes. ep. 114.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπονηρεύω: διαφθείρω, Συνεσ. Ἐπιστ. 114.

Spanish (DGE)

alterar, corromper τὸ αἷμα Synes.Ep.114.

Greek Monolingual

ἐκπονηρεύω (Α)
1. καθιστώ πονηρό κάποιον
2. διαφθείρω.