ἐκτρύω
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
aor. -έτρῡσα, wear out, τινὰ ταῖς ἀπορίαις App.BC2.66; cf. ἐκτρυωθείς (sic)· φθαρείς, Hsch.
Spanish (DGE)
oprimir, reducir ἐκτρῦσαι ταῖς ἀπορίαις αὐτούς App.BC 2.66.
German (Pape)
[Seite 783] aufreiben, τινὰ ἀπ ορίαις App. Civ. 2, 66.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτρύω: καταπονῶ, κατατρύχω, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 66.