ἐλατίνη
From LSJ
διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
English (LSJ)
ἡ, cankerwort, Linaria spuria, Dsc.4.40, Plin.HN27.74.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλατίνη: ἡ, εἶδος βοτάνης ἐχούσης «τὰ φύλλα ὅμοια τῇ ἑλξίνῃ, μικρότερα δὲ καὶ στρογγυλώτερα, δασέα· κλῶνας λεπτούς, σπιθαμιαίους ε΄ ἢ ϛ΄ ἀπὸ τῆς ῥίζης, φύλλων πλήρεις στρυφνῶν ἐν τῇ γεύσει˙ φύεται ἐν σίτοις καὶ τόποις ἐργασίμοις» Διοσκ. 4. 40.
Greek Monolingual
η (Α ἐλατίνη)
γένος φυτών της οικογένειας τών ελατινιδών.
Frisk Etymological English
Meaning: cankerwort, Linaria spuria (Dsc. 4,40)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.