ἐλαφόκρανος
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ἐλαφόκρανον, deer-headed, ἵπποι Str.15.1.56.
Spanish (DGE)
-ον
de cabeza cervina de ciertos caballos del Cáucaso, Str.15.1.56.
German (Pape)
[Seite 792] hirschköpfig, Strab. XV p. 710.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλᾰφόκρᾱνος: -ον, ἔχων κεφαλὴν ἐλάφου, Στράβων 710.
Greek Monolingual
ἐλαφόκρανος, ο (Α)
αυτός του οποίου το κεφάλι μοιάζει με του ελαφιού («ἐλαφόκρανοι ἵπποι»).