ἐλεγειοποιός
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ὁ, elegiac poet, Arist.Po.1447b14, Ath.14.632d.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Morfología: [dór. ἐλεγηοποιός AP 13.21 (Theodorid.)]
poeta elegíaco Arist.Po.1447b14, de Periandro, Ath.632d, AP l.c., Sud.s.u. Μίμνερμος.
German (Pape)
[Seite 793] ὁ, Elegiendichter; Arist. poet. 1, 10; Ath. XIV, 632 d.
Russian (Dvoretsky)
ἐλεγειοποιός: ὁ Arph. = ἐλεγειογράφος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεγειοποιός: ὁ, ὁ ποιῶν ἐλεγεῖα, Ἀριστ. Ποιητ. 1. 10, Ἀθήν. 632D.
Greek Monolingual
ἐλεγειοποιός, ο (Α)
ο ελεγειογράφος.