ἐλπιδοκοπέω
μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works
English (LSJ)
lead by false hopes, ἐπιθυμίας S.E.M.6.26, cf. Eust. 1063.60 (Pass.).
Spanish (DGE)
1 tr. alentar con falsas esperanzas τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν (τῶν μνηστήρων) ἐλπιδοκοποῦσα S.E.M.6.26, cf. PKöln 166.13 (VI/VII d.C.), en v. pas. ἐμάχοντο τοῖς Τρωσὶν ἐλπιδοκοπουμένοις ἐμπρῆσαι τὰς ναῦς Eust.1063.59, cf. SB 10525.3 (VI/VII d.C.).
2 intr., en v. med. crearse falsas esperanzas ὀνειροπολεῖν γὰρ τὸ ὡς ἐν φαντασίᾳ μάτην ἐλπιδοκοπεῖσθαι Eust.533.9.
German (Pape)
[Seite 802] mit Hoffnungen schmeicheln, hinhalten, Sezt. Emp. adv. Hath. 6, 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλπῐδοκοπέω: ἀπατῶ δι’ ἐλπίδων, δίδω ψευδεῖς ἐλπίδας, διαβουκολῶ, τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν ἐλπιδοκοποῡσα Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 26.
Russian (Dvoretsky)
ἐλπῐδοκοπέω: обольщать (ложными) надеждами (τὰς ἐπιθυμίας τινός Sext.).