ἐμπαχύνομαι

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source

Spanish (DGE)

espesarse (ἄγχουσαν) τῷ ὕδατι τῆς φαίκλης μεῖξον ἕως ... ἐμπαχυνθῇ PLeid.X.96.