ἐμπεδάω
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
Spanish (DGE)
encadenar en v. pas. ἡ ἀρετή, τῇ ἀκινησίᾳ τῆς προαιρέσεως ἐμπεδηθεῖσα la virtud, encadenada por la inmovilidad de la elección Gr.Nyss.Or.Catech.76.18, cf. Hom.Opif.180.26.
German (Pape)
[Seite 811] ion. ἐμπεδέω, v. l. von ἐμποδίζω Her. 4, 69.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
entraver, enchaîner.
Étymologie: ἐν, πέδη.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπεδάω: или ἐμπεδέω сковывать по ногам (τινα Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεδάω: βάλλω εἰς πέδας, εἰς δεσμά, δεσμεύω, διάφ. γραφὴ ἐν Ἡροδ. 4. 69.