ἐμπερκάζω
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
= περκάζω, Hsch.; cf. ἐμπερονται· ἐμποικίλλονται, Id.
Spanish (DGE)
ennegrecerse, pudrirse las frutas, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπερκάζω: «ἐμπερκάζουσαν· ὑποθάλλουσαν, μελανίζουσαν» Ἡσύχ.