ἐμφορτόομαι
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
Med., load with a cargo, freight, ναῦν Aesop.370b.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
seul. Moy.
fréter un navire pour son compte, acc..
Étymologie: ἐν, φορτόω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφορτόομαι: μέσ., φορτώνω τι διὰ λογαριασμόν μου, φοίνικας ἀγοράσας, ναῦς ἐμφορτωσάμενος ἀνήχθη Αἰσώπ. Μῦθοι 3706.
Russian (Dvoretsky)
ἐμφορτόομαι: нагружать (ναῦν Aesop.).