ἐνέην

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

French (Bailly abrégé)

impf. ion. de ἔνειμι.

Greek Monotonic

ἐνέην: Επικ. αντί ἐνῆν, παρατ. του ἔνειμι (εἰμί sum).