πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
ao. de ἐντέλλω.
ἐνέτειλα: αόρ. αʹ του ἐντέλλω.
ἐνέτειλα: aor. к ἐντέλλω.