ἐνίζημα

From LSJ

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source

German (Pape)

[Seite 844] τό, das, worauf man sitzt, Clem. Aler.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνίζημα: τό, τὸ χρησιμεῦον πρὸς ἐνίζησιν, κάθισμα, Κλήμ. Ἀλεξ. 825.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
asiento, sede ὄργανα δὲ ὧν μὲν (τῶν ψυχῶν) ἐνιζήματα, ὧν δὲ ὀχήματα (los cuerpos) son instrumentos que sirven a unas almas de sede y a otras de vehículo Clem.Al.Strom.6.18.163.

Greek Monolingual

ἐνίζημα, το (Α) ενιζάνω
το έπιπλο πάνω στο οποίο κάθεται κανείς, κάθισμα, εδώλιο, έδρα, θώκος.