ἐνανθρωπικός

From LSJ

καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all

Source

German (Pape)

[Seite 826] ή, όν, menschlich, Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνανθρωπικός: ή, όν = ἀνθρωπικός, Εὐσ. IV. 709Α.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
humano τὰ μὲν τῆς πρώτης ἀφίξεως τῆς ἐνανθρωπικωτέρας καὶ ταπεινῆς lo relativo a la primera llegada, más humana y humilde de Cristo, Eus.DE 9.17 (p.440).

Greek Monolingual

ἐνανθρωπικός, -ή, -όν (Α)
ανθρώπινος.