ἐναποτυπόω
From LSJ
German (Pape)
[Seite 828] darin abdrücken, ταῖς ψυχαῖς ἐναποτυποῦνται αἱ μαθήσεις Plut. educ. lib. 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
imprimer dans, τινι.
Étymologie: ἐν, ἀποτυπόω.
Spanish (DGE)
reproducir, grabar en fig. ἰδέαν Basil.M.31.1353A, en v. pas. φαντασία ἐναποτετυπωμένη Chrysipp.Stoic.2.24.13, αἱ μαθήσεις ταῖς τῶν ἔτι παιδίων ψυχαῖς ἐναποτυποῦνται Plu.2.3e
•en v. med. mismo sent. ἀνάγκη ... πάντα ἐναποτυποῦσθαι τὰ σώματα καὶ πολλὰ ἐναλλάττειν Thphr.Sens.53 (= Democr.A 135), τὴν τελειότητα τῆς καθάρσεως ἐναπετυποῦτο ὁ λόγος Hierocl.in CA 26.18.