ἐναπόδεικτος
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Greek (Liddell-Scott)
ἐναπόδεικτος: -ον, ἀποδεδειγμένος, φανερός, ἐναργής, Ἀθαν. τ. 1. μέρ. 2, σ. 922Β.
Spanish (DGE)
-ον
1 explícito αἱ ἐναπόδεικτοι τοῦ Δεσπότου φωναί Ath.Al.M.26.1093B, cf. 1097A.
2 adv. -ως claramente, de modo evidente o incontrovertible, PMasp.151.180, PLond.1708.135 (ambos VI d.C.).
Russian (Dvoretsky)
ἐναπόδεικτος: ясно выраженный (Arst. - v. l. к ἀναπόδεικτος).